- ποιητός
- -ή, -όν,ΜΑ [ποιώ]1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχοςαρχ.1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.)2. προσποιητός, πλαστός («οἱ δ' εκβαλόντες δάκρυα ποιητῷ τρόπῳ», Ευρ.)3. ο υιοθετημένος, ο θετός.
Dictionary of Greek. 2013.